Άρειος Πάγος 1396/2014
Συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ανανεώσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης. Προϋποθέσεις για να θεωρηθούν οι ανανεώσεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου
Περίληψη
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του ΑΚ και 1 του Ν. 2112/1920 συνάγεται ότι:
α) Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει, ρητώς ή σιωπηρώς, ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας.
β) Η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν, ρητώς ή σιωπηρώς, έχει συμφωνηθεί η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή η λήξη της προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής συμβάσεως ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Χαρακτηριστικό δε της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.
Εξάλλου, στο άρθρο 671 ΑΚ ορίζεται ότι “Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης”.
Και στο άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι “Οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”.
Με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, με τις διατάξεις της οποίας τα κράτη – μέλη όφειλαν έως τις 10-7-2001 να προσαρμόσουν τις εθνικές νομοθεσίες τους και ειδικότερα με τη ρήτρα 5 της Οδηγίας αυτής, που αφορά τα ληπτέα νομοθετικά μέτρα για την αποτροπή της καταχρήσεως που μπορεί να προκύψει από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προβλέπεται:
1) Να προσδιορισθούν: α) οι αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) η μεγίστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων.
2) Να καθορισθεί, όταν χρειάζεται, υπό ποίες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται “διαδοχικές”, β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία, ως εκ της μορφής των αναφερθεισών διατάξεών της, δεν παρέχει δυνατότητα αμέσου επικλήσεως των διατάξεων αυτών, λόγω μη έγκαιρης μετεγγραφής της στην εθνική έννομη τάξη έως τις 10-7-2001 και σε κάθε περίπτωση έως τις 10-7-2002, ούτε επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920, κατ’ επιταγή αυτής (σχετ. Ολ.ΑΠ 20/2007).
Περαιτέρω, με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, σκοπός του οποίου (διατάγματος) ήταν η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα, ορίζονται τα εξής: “
1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού (19-7-2004), συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.
β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση …
γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση…. 4.
Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ’ του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες, που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών”. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
ΑΠ 1396/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. Σ. του Ε., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Κωνσταντόπουλο, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Δημοτικής Επιχείρησης με την επωνυμία “ΚΟΙΝΩΦΕΛΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΔΗΜΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ (ΚΕΔΑ)”, που εδρεύει στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μαριώρα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-3-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 21/ΕΡ-ΔΙ/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 931/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1-3-2013 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 21-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη του δεύτερου λόγου αυτής.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του ΑΚ και 1 του Ν. 2112/1920 συνάγεται ότι:
α) Σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει, ρητώς ή σιωπηρώς, ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας.
β) Η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν, ρητώς ή σιωπηρώς, έχει συμφωνηθεί η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή η λήξη της προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής συμβάσεως ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Χαρακτηριστικό δε της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της.
Εξάλλου, στο άρθρο 671 ΑΚ ορίζεται ότι “Η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης”.
Και στο άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 ορίζεται ότι “Οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλά ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου”.
Με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, με τις διατάξεις της οποίας τα κράτη – μέλη όφειλαν έως τις 10-7-2001 να προσαρμόσουν τις εθνικές νομοθεσίες τους και ειδικότερα με τη ρήτρα 5 της Οδηγίας αυτής, που αφορά τα ληπτέα νομοθετικά μέτρα για την αποτροπή της καταχρήσεως που μπορεί να προκύψει από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προβλέπεται:
1) Να προσδιορισθούν: α) οι αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) η μεγίστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων.
2) Να καθορισθεί, όταν χρειάζεται, υπό ποίες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται “διαδοχικές”, β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία, ως εκ της μορφής των αναφερθεισών διατάξεών της, δεν παρέχει δυνατότητα αμέσου επικλήσεως των διατάξεων αυτών, λόγω μη έγκαιρης μετεγγραφής της στην εθνική έννομη τάξη έως τις 10-7-2001 και σε κάθε περίπτωση έως τις 10-7-2002, ούτε επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920, κατ’ επιταγή αυτής (σχετ. Ολ.ΑΠ 20/2007).
Περαιτέρω, με την μεταβατικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, σκοπός του οποίου (διατάγματος) ήταν η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας, όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, που έχει συναφθεί μεταξύ των διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα, ορίζονται τα εξής: “
1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού (19-7-2004), συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης, κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση.
β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση …
γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον, το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση…. 4.
Στις διατάξεις αυτού του άρθρου υπάγονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 περ. γ’ του παρόντος διατάγματος, καθώς και στις δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, αποκλειομένων σε κάθε περίπτωση των εργαζομένων σε ανώνυμες εταιρείες, που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών”. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή.
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα, που ενδιαφέρουν εδώ: Με την από 12-6-2000 έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας, ήδη αναιρεσείουσας, και της εναγομένης Επιχείρησης Δημοτικής Ανάπτυξης του Δήμου Αλεξάνδρειας (Ε.Δ.ΑΝ.ΑΛ.) του Νομού Ημαθίας, η ενάγουσα προσλήφθηκε από την εναγομένη, για το χρονικό διάστημα από 12-6-2000 έως 30-4-2003, προκειμένου να εργασθεί ως καθαρίστρια, απασχολούμενη με την καθαριότητα των χώρων της εναγομένης, αλλά και γενικά του κτιρίου του Δημαρχείου Αλεξάνδρειας, κατά τις ημέρες και ώρες που ίσχυαν για το μόνιμο προσωπικό της εναγομένης, αμειβόμενη, σύμφωνα με τις αμοιβές που προέβλεπαν οι εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Επακολούθησε η από 7-7-2003 έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης Αλεξάνδρειας (Δ.Ε.Υ.Α.ΑΛ.), για το χρονικό διάστημα από 7-7-2003 έως 8-7-2007, και η από 6-11-2007 έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης (Ε.Δ.ΑΝ.ΑΛ.), για το χρονικό διάστημα από 6-11-2007 έως 6-11-2011. Στη συνέχεια δέχθηκε το Εφετείο, ότι ο χρόνος απασχολήσεως της ενάγουσας στην εναγομένη (Ε.Δ.ΑΝ.ΑΛ.) από 7-7-2003 έως 8-7-2007, δυνάμει της από 7-7-2003 έγγραφης σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχε συνάψει με την Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Αλεξάνδρειας (Δ.Ε.Υ.Α.ΑΛ.), δεν ήταν συνυπολογιστέος για την συμπλήρωση του ελάχιστου χρονικού διαστήματος, που απαιτείται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, προκειμένου να συσταθεί εφεξής σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την εναγομένη, διότι, για το χρονικό αυτό διάστημα, εργοδότρια της ενάγουσας ήταν η Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Αλεξάνδρειας και μόνο κατ’ αυτής έχει αξιώσεις η ενάγουσα. Αλλά και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό, ότι στους ισχυρισμούς της η ενάγουσα διαλαμβάνει την ύπαρξη συμφωνίας της με την Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Αλεξάνδρειας να παρέχει τις υπηρεσίες της, για το παραπάνω χρονικό διάστημα, στην εναγομένη (περίπτωση δανεισμού) και πάλι μόνο η Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Αλεξάνδρειας βαρύνεται, για το χρονικό αυτό διάστημα, με όλες τις υποχρεώσεις από τη σχέση εργασίας και όχι η εναγομένη, εφόσον δεν γίνεται επίκληση και, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ειδικότερη περί τούτου συμφωνία, όπως απαιτείται. Η απασχόληση, συνεπώς, της ενάγουσας – όπως δέχεται το Εφετείο – δυνάμει της από 12-6-2000 συμβάσεως, για το χρονικό διάστημα από 12-6-2000 έως 30-4-2003, δηλαδή δυνάμει μίας μόνο και όχι διαδοχικών συμβάσεων εργασίας, δεν υπάγεται στο ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, καθόσον η σύμβαση αυτή δεν ήταν ενεργός στις 19-7-2004 (ημερομηνία δημοσιεύσεως του Π.Δ. 164/2004 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) και δεν είχε λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω διατάγματος (άρθρο 11 παρ. 5 του Π.Δ. 164/2004). Επομένως, καταλήγει το Εφετείο, η αγωγή, κατά την επικουρική βάση της, θεμελιούμενη στις διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι το Εφετείο, μετά παραδοχή της εφέσεως της εναγομένης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (21/2010 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας), που είχε δεχθεί την αγωγή, κατά την επικουρική της βάση, και είχε αναγνωρίσει ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου χρόνου, που συνήψε η ενάγουσα με την εναγομένη, συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και απέρριψε την αγωγή. Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατ’ ορθή εκτίμησή του, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα ότι ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας της, δυνάμει των διαδοχικών, κατ’ αυτήν (αναιρεσείουσα), συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνήψε στις 12-6-2000 με την εναγόμενη Επιχείρηση Δημοτικής Ανάπτυξης του Δήμου Αλεξάνδρειας (Ε.Δ.ΑΝ.ΑΛ.), στις 7-7-2003 με την Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Αλεξάνδρειας (Δ.Ε.Υ.Α.ΑΛ.) και στις 6-11-2007 με την εναγομένη (Ε.Δ.ΑΝ.ΑΛ.), διανύθηκε πράγματι στον ίδιο φορέα, δηλαδή στον Δήμο Αλεξάνδρειας του Νομού Ημαθίας (Ο.Τ.Α.), στον οποίο απασχολήθηκε και προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες της ως καθαρίστρια, και ότι ως εκ τούτου το Εφετείο, που έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι δεν συντρέχουν, στην προκείμενη περίπτωση, οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004 προϋποθέσεις, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις αυτές και έτσι υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ. Ενόψει, όμως, του ότι η ένδικη αγωγή δεν στρέφεται κατά του ως άνω Δήμου Αλεξάνδρειας (Ο.Τ.Α.), αφού αυτός ήταν ο φορέας, στον οποίο η αναιρεσείουσα, κατά τους ισχυρισμούς της, απασχολήθηκε και προσέφερε πραγματικά τις υπηρεσίες της, αλλά (στρέφεται) κατά της δημοτικής επιχείρησης, με την επωνυμία “Επιχείρηση Δημοτικής Ανάπτυξης του Δήμου Αλεξάνδρειας (Ε.Δ.ΑΝ.ΑΛ.)”, που δεν ήταν, κατά τα άνω, εργοδότης της αναιρεσείουσας, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής. Να σημειωθεί εδώ, ότι η εναγόμενη δημοτική επιχείρηση (Ε.Δ.ΑΝ.ΑΛ.) μετατράπηκε, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, σε κοινωφελή δημοτική επιχείρηση, με την επωνυμία “Κοινωφελής Επιχείρηση Δήμου Αλεξάνδρειας (Κ.Ε.Δ.Α.)”, ήδη αναιρεσίβλητη.
Ο δεύτερος (και τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 9 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε, να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 1-3-2013 αίτηση της Σ. Σ. του Ε. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 931/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: TAXHEAVEN