Ο κίνδυνος ανόδου των τιμών του πετρελαίου και η πλήγμα στην εμπιστοσύνη απειλούν να υπονομεύσουν τα κέρδη του τρέχοντος έτους
Η προοπτική μιας ευρύτερης σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή αποτελεί νέα απειλή για την παγκόσμια οικονομία, καθώς ο κόσμος αναδύεται από τους κραδασμούς που προκλήθηκαν από την Covid-19 και τον πόλεμο της Ουκρανίας, προειδοποιούν υπουργοί Οικονομικών και αξιωματούχοι.
Οι ευρύτερες περιφερειακές εντάσεις θα έχουν σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις, τονίζουν, καθώς ολοκλήρωσαν τις συναντήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στο Μαρόκο αυτή την εβδομάδα. Οι συναντήσεις αυτές, που γίνονται δύο φορές τον χρόνο, συνέπεσαν με την κίνηση του Ισραήλ να κηρύξει τον πόλεμο στη Χαμάς και να εξαπολύσει μεγάλο βομβαρδισμό στη Λωρίδα της Γάζας.
«Αν αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε κλιμάκωση ή επέκταση της σύγκρουσης σε ολόκληρη την περιοχή, θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες συνέπειες», δήλωσε στους Financial Times, ο Μπρούνο λε Μερ, υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, προσθέτοντας ότι οι κίνδυνοι κυμαίνονται από υψηλότερες τιμές ενέργειας που προκαλούν τον πληθωρισμό, έως νέα πτώση στην εμπιστοσύνη.
Η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, η επικεφαλής του ΔΝΤ, προειδοποίησε για ένα «νέο σύννεφο στον όχι πιο ηλιόλουστο ορίζοντα για την παγκόσμια οικονομία», εκφράζοντας τους φόβους των αντιπροσώπων στο Μαρακές ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία είναι χλιαρές.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Τζέιμι Ντίμον, διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan, χαρακτήρισε αυτή την «πιο επικίνδυνη εποχή που έχει δει ο κόσμος εδώ και δεκαετίες».
Κατά τη διάρκεια των συναντήσεων [στο Μαρακές], αξιωματούχοι εξέφρασαν ανακούφιση που οι κεντρικές τράπεζες κατάφεραν να περιορίσουν τον πληθωρισμό χωρίς να προκαλέσουν άμεσες υφέσεις – απομακρύνοντας τον κίνδυνο που επεσήμανε το ΔΝΤ τον Απρίλιο, καθώς μιλούσε για μια πιθανή «σκληρή προσγείωση» για την παγκόσμια οικονομία.
Οι κεντρικές τράπεζες φάνηκαν να έχουν σφίξει τη νομισματική πολιτική, να περιορίζουν την πιστωτική ανάπτυξη και να ψύχουν την αγορά εργασίας «χωρίς να το παρακάνουν», δήλωσε ο Pierre-Olivier Gourinchas, επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ πριν από την εκδήλωση.
Όμως, το κλίμα σκοτείνιασε καθώς οι ευρύτερες επιπτώσεις του πολέμου Ισραήλ-Χαμάς αναμειγνύονταν με την υποβόσκουσα ανησυχία για τις επίμονες ευπάθειες στην παγκόσμια οικονομία. Η ανάλυση του ΔΝΤ έδειξε επιδείνωση των μακροπρόθεσμων τάσεων ανάπτυξης, καθώς οι οικονομίες αγωνίζονται να άρουν την παραγωγικότητα, τα εμπόδια στο ελεύθερο εμπόριο αυξάνονται εν μέσω επιδείνωσης των πολιτικών εντάσεων και το δημόσιο χρέος αυξάνεται σε όλο τον κόσμο.
Αξιοσημείωτη στις βραχυπρόθεσμες προβλέψεις του ΔΝΤ -που προετοιμάστηκαν πριν ξεσπάσει η βία στη Μέση Ανατολή- ήταν η έλλειψη προφανών φωτεινών σημείων πέρα από μια χούφτα χωρών όπως οι ΗΠΑ ή η Ινδία.
«Δεν υπάρχει επιταχυντής εδώ», είπε η Τζόις Τσανγκ, επικεφαλής της παγκόσμιας έρευνας στην JPMorgan. «Δεν νομίζω ότι κάποιος αισθάνεται ότι υπάρχει ένας μεγάλος καταλύτης τον επόμενο χρόνο».
Ο βασικός οικονομικός κίνδυνος μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου, υποστήριξαν αξιωματούχοι, είναι η κλιμάκωση των μαχών στο Ισραήλ και τη Γάζα σε μια ευρύτερη περιφερειακή σύγκρουση. Αυτό θα μπορούσε όχι μόνο να πλήξει την εμπιστοσύνη, αλλά να προσθέσει ένα νέο πληθωριστικό ξέσπασμα σε οικονομίες που μόλις αρχίζουν να ανακάμπτουν από μια σειρά κλυδωνισμών στις τιμές.
Το ΔΝΤ πιστεύει ότι μια αύξηση 10% στις τιμές του πετρελαίου θα αύξανε τον παγκόσμιο πληθωρισμό κατά περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Η Γκίτα Γκόπιναθ, αναπληρώτρια επικεφαλής του ΔΝΤ, είπε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει «μεγάλο αριθμό σοκ», συμπεριλαμβανομένης της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή και τις πιθανές επιπτώσεις της στις τιμές της ενέργειας.
Η Γκόπιναθ πρόσθεσε: «Τα επίπεδα χρέους βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ και ταυτόχρονα βρισκόμαστε σε αυτό το περιβάλλον των “υψηλότερων για περισσότερο” επιτοκίων. Είναι πολλά. . . κι μπορεί να πάει στραβά».
Ο Paschal Donohoe, ο επικεφαλής του Eurogroup, είπε στους Financial Times ότι το μεγάλο οικονομικό ερώτημα ήταν εάν η σύγκρουση θα έχει αντίκτυπο στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό και τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για τη μείωση των πιέσεων των τιμών το 2024. Η Ευρώπη θα συνεχίσει να αναπτύσσεται καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται, προέβλεψε, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από αυτόν που ήλπιζε.
Η Τζάνετ Γέλεν, η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, είπε ότι εμμένει στην ήπια προσέγγισή της, λέγοντας στους δημοσιογράφους αυτή την εβδομάδα ότι δεν αναμένει πως η σύγκρουση θα είναι «μεγάλος πιθανός μοχλός των παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών».
Ωστόσο, αξιωματούχοι τόνισαν ότι η σύγκρουση ήρθε σε μια εποχή που η παγκόσμια οικονομία ήταν σε εύθραυστη κατάσταση.
Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται πλέον ευρέως να αναπτυχθεί σε σχετικά αδύναμο επίπεδο μεσοπρόθεσμα, φθάνοντας μόλις στο 3,1% το 2028. Αυτό συγκρίνεται με μια πενταετή προοπτική ανάπτυξης 3,6% λίγο πριν από την πανδημία και 4,9% πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης.
Πάνω από το 80% των οικονομιών αντιμετωπίζουν τώρα χειρότερες προοπτικές από ό,τι πριν από 15 χρόνια, σύμφωνα με το ταμείο, για λόγους που ποικίλλουν, από την πιο αργή παραγωγικότητα έως την επιβράδυνση της αύξησης του πληθυσμού.
Σε αυτό προστίθεται ο κατακερματισμός της παγκόσμιας οικονομίας σε ανταγωνιστικά μπλοκ – μια διαδικασία που είναι δύσκολο να αναστραφεί και γίνεται ακόμη πιο πιθανή από τις γεωπολιτικές εντάσεις. Το ΔΝΤ εκτίμησε νωρίτερα αυτό το έτος ότι η αύξηση των εμπορικών φραγμών από μόνη της θα μπορούσε να μειώσει την παγκόσμια οικονομική παραγωγή έως και 7% μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον, έρχονται οι αυξανόμενοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι, καθώς ο λόγος του παγκόσμιου δημόσιου χρέους ανεβαίνει στο 100% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Αυτό αναζωπύρωσε τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους σε μια εποχή που η Τσανγκ περιέγραψε ως «άβολη».
Οι πρόσφατες αναταραχές στη μεγαλύτερη χρηματοπιστωτική αγορά του κόσμου – τα αμερικανικά ομόλογα – αύξησαν το παγκόσμιο κόστος δανεισμού, τη στιγμή που οι κεντρικές τράπεζες συρρίκνωναν τους ισολογισμούς τους και η έκδοση κρατικού χρέους ήταν σε άνοδο, εξήγησε.
Μιλώντας σε ένα από τα τελευταία πάνελ των ετήσιων συνεδριάσεων, η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, υπογράμμισε πόσο δύσκολες συνθήκες δημιουργούν αυτοί οι αντίθετοι άνεμοι.
«Υπάρχουν όλες αυτές οι μπάλες στον αέρα», είπε. Δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι πού θα προσγειωθούν».
Πηγή:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ